30.6.13

Αποχαιρετιστήρια επιστολή ( Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες )



Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ. Θα έδινα αξία στα πράγματα,όχι γι'αυτό που αξίζουν, αλλά γι'αυτό που σημαίνουν. 
Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατι για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως.Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν,θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα! 

Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου. 
Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ'ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα, ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρυα μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ'αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους... 

Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή...Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μια μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άντρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζουσα ερωτευμένος με τον έρωτα. 
Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι πάυουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν πάυουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα μόνο του να μάθει να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη.'Εμαθα τόσα πράγματα από εσάς, τους 
ανθρώπους... 




Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα. Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Έιναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από εσάς, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολυ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ'αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω. 

Να λες πάντα αυτό που νοιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ'έβλεπα να κοιμάσαι, θα ΄σ'αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ'έβλεπα να βγαίνεις από την πόρτα, θα σ'αγκάλιαζα και θα σου'δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά.Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελεθταίες στιγμές που σ'έβλεπα, θα έλεγα ΄σ'άγαπω και δεν θα υπέθετα ανόητα ότι το ξέρεις ήδη. 

Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζώη μας δίνει και άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος μας μένει μόνο το σήμερα, θα 'θελα να σου πω πόσο σ'άγαπω κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. 
Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε γέρος είτε νέος.Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι'αυτό μην περιμένεις άλλο, κάντο σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις συγνώμη, συγχωρεσέ με, σε παρακαλώ, ευχαριστώ, κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. 

Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα από τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα. 
Εαν δεν το κάνεις σήμερα, αύριο θα είναι όπως και χθες. Κι αν δεν το κάνεις ποτέ, δεν πειράζει. Ξεκίνα να κάνεις πράξη τα ονειρά σου. Τώρα είναι η ώρα. 




- Gabriel Garcia Marquez -

29.6.13

Στιχάκια #1




"Δεν ειναι η ομορφιά που σε ελκύει πάντα σε έναν άνθρωπο.
Είναι τα λόγια του.
Είναι η συμπεριφορά του.
Είναι το αν σε εμπνέει.
Αν σου κινεί το ενδιαφέρον.
Είναι το πόσο αληθινός είναι.
Το πόσο νοιάζεται για σένα."


Κανείς δε μπορεί να κρίνει τις επιλογές μου ή τις σκέψεις μου... 
Γιάτι ποτέ κανείς δεν έχει δοκιμάσει τα συναισθήματα μου ή τις λύπες μου!!!




Το πιο μεγαλο κακο που μπορεις να κανεις στον εαυτο σου..ειναι να συνεχιζεις να αγαπας ..καποιον ..που συνεχιζει να σε απογοητευει..!!




Σώπασε λεει η φωνή,άκου λέει η καρδιά,περπάτα στο μονοπάτι της ψυχής λέει η μοίρα,
μα μην ξεχάσεις να αφουγκραστείς τους χτύπους της καρδιάς που σε ακολουθεί!!!!!




Ενα ''σ'αγαπω ''πόσο εύκολα το λέμε ...
πόσο έχουν ξεφτυλιστεί τα ανθρώπινα συναισθήματα..
Μην πιστεψεις αυτόν που θα σου πει σ'αγαπω
να πιστεψεις αυτον που θα σου λεει ''σε χρειάζομαι στη ζωή μου'' και θα δακρύζει...



Το μυαλό γράφει τα καλύτερα σενάρια αλλά η καρδιά επιλέγει αν θα πρωταγωνιστήσεις σε αυτά....!!






Όταν η γλώσσα των ματιών αποφασίσει να μιλήσει.....τότε ίσως ακούσεις...... τα ομορφότερα λόγια...... που λέει η σιωπή μου..




Όσοι άνθρωποι δεν πάλεψαν να σε κρατήσουν 
αξίζει να είναι στο παρελθόν σου. 
Για όσους πάλεψες εσύ μην ανησυχείς θα τους λείψεις στο μέλλον...




Αγάπη ... δεν είναι το πόσες φορές ... λες το σ'αγαπώ ... 
αλλά το πόσες φορές ... μπορείς να το αποδείξεις ..





Εκείνος που αγαπά δεν έχει ανάγκη να συγκρίνει, 
όταν η σύγκριση μπαίνει από την πόρτα, 
ο έρωτας βγαίνει απ' το παράθυρο.








Σαββατιάτικη Καλημέρα !


Καλημέρα σαςςςςς !!!! 



Ναι ναι ξέρω πως οι πιο πολλοί από εσάς θα έχετε ξυπνήσει εδώ και κάτι ώρες..
Ελααα που καποιοι άλλοι όμως λατρεύουμε τον ύπνο λίγο παραπάνω. Χιχιχιχ. 
Οπότε να πω κάλο μεσημέρι στους υπόλοιπους.


Η αλήθεια είναι πως πάνε αρκετές μέρες που έχω να κοιμηθώ τόσο καλά και να ξυπνήσω ξεκούραστη. Ευλογημένο κλιματιστικό !!!! Σε αγαπώ !! 
Σηκώθηκα, ετοιμάστηκα και κατευθείαν στην δουλεια.


Το άσχημο όταν έχεις δικιά σου δουλεια είναι πως δεν μπορείς να αποφύγεις τις ευθύνες..
Πόσο έχω πεθυμήσει να ξυπνήσω ένα πρωί και να ξέρω πως δεν έχω να κάνω τίποτα !!!!! 
Οι καιροί όμως είναι δύσκολοι και πρέπει να θυσιάσουμε λίγο από μας για τα καλύτερα..






Χαρούμενο Σάββατο σε όλους! 
Να περάσετε όμορφα ! Μακια πολλά. xxx


28.6.13

Ζέστη, ζέστη, ζέστη !!



Μήπως θα λέγαμε όχι σε ενα νοστιμότατο παγωτάκι ???? 

Αδιαμφισβήτητα το παγωτό είναι ο βασιλιάς του καλοκαιριού. Είτε με γλυκό κουταλιού, είτε με σοκολάτα, είτε με φρούτα ή ξηρούς καρπούς, είναι μια νοστιμότατη ιδέα για να ανακουφιστούμε και να δροσιστούμε απο την ζέστη.

Απολαύστε  !!! :) 




27.6.13

Χαμογελάστε..Είναι μεταδοτικό ..


Πόσες φορές χαμογελάμε κάθε ημέρα; Το ερώτημα μοιάζει ρητορικό και εν πολλοίς αναπάντητο, δεδομένου ότι δεν μπορεί να θυμόμαστε την έκφραση του προσώπου μας κάθε στιγμή.

Όταν το κερί γνώρισε το σπίρτο...




Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια μεγάλη σκοτεινή σπηλιά, στη κορυφή του πιο ψηλού βράχου, ζούσε μόνο κι έρημο, ένα μικρό κερί. Ένα κερί σβηστό, που μέτραγε τις μέρες της ύπαρξής του.
«Μα τι κάνω εγώ εδώ μόνο μου» αναρωτιόταν. «Έτσι σβηστό που είμαι, πόσο πολύ κρυώνω! Πόσο πολύ φοβάμαι και πόσο άχρηστο νιώθω. Μια σκοτεινή κουκίδα μέσα σε τούτη τη σπηλιά».

Κι ο χρόνος περνούσε και το κερί μετρούσε τις μέρες της ανούσιας, σκοτεινής ζωής του..

Μια μέρα, άνεμος δυνατός φύσηξε έξω από τη σπηλιά και στο πέρασμά του παράσερνε ό,τι μικρό κι αδύναμο υπήρχε. Φτερά από πουλιά που είχαν την φωλιά τους στην βάση του βράχου, ξερά φύλλα και κλαδιά, σπόρους από λουλούδια εξωτικά κι ένα... σπίρτο, ένα τόσο δα μικρό σπίρτο, ψηλόλιγνο και γυαλιστερό, με κόκκινο, αστραφτερό καπέλο, στο μικρό του κεφάλι! 

Με το δεύτερο φούυυυυυυυ του άνεμου, το σπίρτο απογειώθηκε και με δύναμη παρασύρθηκε μέσα στη σκοτεινή σπηλιά. Έπεσε με δύναμη κάτω στο τραχύ έδαφος και... Ωχ!!! 

-«Μα που βρίσκομαι» είπε με τη τσιριχτή φωνή του.

Στην αρχή δυσκολεύτηκε στο σκοτάδι, αλλά σα σπίρτο που ήταν έστω και σβηστό, σύντομα συνήθισε να βλέπει ακόμα και μέσα στο σκοτάδι.

-«Αμάν»! είπε... «Τι είσαι εσύ»; 

-«Δε με βλέπεις?» είπε το κερί με τη παραπονιάρικη φωνή του..«Είμαι ένα κερί»! 

Και να που ακόμα και τ' αταίριαστα μπορούνε να ταιριάξουν... 

Εκεί μέσα στην ερημιά, την υγρασία και το σκοτάδι της σπηλιάς, το κερί και το σπίρτο ενώσανε τη μοναξιά και το κοινό τους πρόβλημα. 

Ήταν και τα δύο σβηστά, έρημα, μόνα και παραμελημένα μέσα σε τούτη τη σκοτεινή, άψυχη σπηλιά. 

Το σπίρτο τέντωνε το λυγερό κορμί του κι ακουμπούσε πάνω στο κερί και το κερί έκανε νάζια και καμώματα. 

Τώρα οι ελπίδες να φτάσουνε στο όνειρο, όλο και μεγάλωναν. 

Το όνειρό τους; Μια μικρή φλόγα. 

Mια μικρή φλόγα που θα τα φωτίσει και τα δυό, θα τα ζεστάνει και θα τα αφήσει να κοιταχτούνε στα μάτια. 

-«Μα θέλω να δω τα μάτια σου», είπε το σπίρτο στο κερί. 

-«Μα θέλω να νιώσω τη ζεστασιά σου», είπε το κερί στο σπίρτο. 

Και τότε τρόμαξαν... 

-«Αν ανάψω καλή μου θα καώ»! είπε το σπίρτο,«και καλά να καεί μόνο το κόκκινο σκουφί μου, θα είμαι ένα ακόμα άσχημο, μισοκαμένο σπίρτο... Μα αν καώ εντελώς, τι θα απογίνω; Θα προλάβω τουλάχιστον να δω τα μάτια σου»; 

-«Κι αν ζεσταθώ» είπε το κερί, «θα λιώσω... Κι αν λιώσω θα γίνω άσχημο και κακοφτιαγμένο! Θα έχω προλάβει να χαρώ τουλάχιστον τη ζέστη σου»; 

Μέρα τη μέρα, το κερί και το σπίρτο, αγαπιόντουσαν όλο και πιο πολύ κι η αγάπη τους δυνάμωνε! 

Μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, λουλούδια φυτρώσανε, γιατί η αγάπη είναι ένα λουλούδι, που όπου γεννιέται δίνει χρώμα, άρωμα κι ομορφιά. 

Κι οι μέρες περνούσαν. Το κερί και το σπίρτο σφιχταγκαλιασμένα, περιμένανε καρτερικά τη συνέχεια του έρωτά τους. 

Και ήρθε το καλοκαίρι... Έξω από τη σπηλιά, έφτασε η αφόρητη ζέστη... 

Το δάσος γύρω από το βράχο, συχνά γέμιζε από γέλια, τραγούδια, φωνές μικρών και μεγάλων. 

Το κερί και το σπίρτο αγκαλιάζονταν τρομαγμένα και περίμεναν, όλο περίμεναν κι αγαπιόντουσαν, κάθε μέρα και πιο πολύ κι ας μην είχε δει τα μάτια του σπίρτου, το κερί κι ας μην είχε νιώσει τη ζεστασιά του κεριού, το σπίρτο! 

Ο έρωτάς τους, μια μικρή τραγωδία, σαν όλους τους ανικανοποίητους έρωτες, που γεννιούνται και μένουνε πάντα στ' όνειρο...

Ώσπου μια μέρα, μια παρέα εκδρομείς, -έτσι τους λέγαν όλους αυτούς τους εισβολείς του δάσους-, πήρανε τα γέλια, τα τραγούδια και τις φωνές τους μακριά, αλλ' αφήσανε μια μικρή σπίθα... μια τόση δα μικρή σπίθα φωτιάς, να σιγοκαίει, εκεί κάτω από τα ξερά κλαδιά που είχαν ανάψει για να μαγειρέψουνε. 

-«Συμφορά»! Φωνάζανε πουλιά και ζώα που περνάγανε τρομαγμένα τρέχοντας,έξω από τη σπηλιά. «Συμφορά! Φωτιά! Φωτιά... θα καούμε»! 

-«Ακούς»; είπε το σπίρτο στο κεράκι... 

-«Ακούς; Θα καούμε»! είπανε και τα δυο με μια φωνή, γεμάτη έρωτα! 

-«Δε φοβάμαι να καώ απ' αγάπη», είπε το σπίρτο στο κερί... 

-«Δε φοβάμαι να λιώσω απ' αγάπη», είπε το κερί στο σπίρτο! 

Ένα κερί κι ένα σπίρτο, τρελά από έρωτα τραγουδάγανε τη φλόγα που ερχόταν... 

-«Έλα»! της έλεγαν, «έλα! Σε περιμένουμε»! 

-«Θα μ' αγαπάς αν καώ κι ασχημύνω, χωρίς το κόκκινο σκουφί μου»; Είπε το σπίρτο στο κερί. 

-«Θα μ' αγαπάς αν λιώσω και χάσω το σχήμα μου»; Είπε το κερί στο σπίρτο. 

Κι η φλόγα ερχόταν όλο και πιό κοντά... 

Κι η φλόγα έφτασε στο κατώφλι της σπηλιάς και δίσταζε να μπει μέσα, μη χαλάσει την ομορφιά που διαισθάνθηκε! 

-«Έλα»! της φωνάζανε και τα δυο, με μια φωνή! Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια μεγάλη σκοτεινή σπηλιά, στη κορυφή του πιο ψηλού βράχου, ζούσε μόνο κι έρημο, ένα μικρό κερί. Ένα κερί σβηστό, που μέτραγε τις μέρες της ύπαρξής του.

«Μα τι κάνω εγώ εδώ μόνο μου» αναρωτιόταν. «Έτσι σβηστό που είμαι, πόσο πολύ κρυώνω! Πόσο πολύ φοβάμαι και πόσο άχρηστο νιώθω. Μια σκοτεινή κουκίδα μέσα σε τούτη τη σπηλιά».

Κι ο χρόνος περνούσε και το κερί μετρούσε τις μέρες της ανούσιας, σκοτεινής ζωής του..

Μια μέρα, άνεμος δυνατός φύσηξε έξω από τη σπηλιά και στο πέρασμά του παράσερνε ό,τι μικρό κι αδύναμο υπήρχε. Φτερά από πουλιά που είχαν την φωλιά τους στην βάση του βράχου, ξερά φύλλα και κλαδιά, σπόρους από λουλούδια εξωτικά κι ένα... σπίρτο, ένα τόσο δα μικρό σπίρτο, ψηλόλιγνο και γυαλιστερό, με κόκκινο, αστραφτερό καπέλο, στο μικρό του κεφάλι! 

Με το δεύτερο φούυυυυυυυ του άνεμου, το σπίρτο απογειώθηκε και με δύναμη παρασύρθηκε μέσα στη σκοτεινή σπηλιά. Έπεσε με δύναμη κάτω στο τραχύ έδαφος και... Ωχ!!! 

-«Μα που βρίσκομαι» είπε με τη τσιριχτή φωνή του.

Στην αρχή δυσκολεύτηκε στο σκοτάδι, αλλά σα σπίρτο που ήταν έστω και σβηστό, σύντομα συνήθισε να βλέπει ακόμα και μέσα στο σκοτάδι.

-«Αμάν»! είπε... «Τι είσαι εσύ»; 

-«Δε με βλέπεις?» είπε το κερί με τη παραπονιάρικη φωνή του..«Είμαι ένα κερί»! 

Και να που ακόμα και τ' αταίριαστα μπορούνε να ταιριάξουν... 

Εκεί μέσα στην ερημιά, την υγρασία και το σκοτάδι της σπηλιάς, το κερί και το σπίρτο ενώσανε τη μοναξιά και το κοινό τους πρόβλημα. 

Ήταν και τα δύο σβηστά, έρημα, μόνα και παραμελημένα μέσα σε τούτη τη σκοτεινή, άψυχη σπηλιά. 

Το σπίρτο τέντωνε το λυγερό κορμί του κι ακουμπούσε πάνω στο κερί και το κερί έκανε νάζια και καμώματα. 

Τώρα οι ελπίδες να φτάσουνε στο όνειρο, όλο και μεγάλωναν. 

Το όνειρό τους; Μια μικρή φλόγα. 

Mια μικρή φλόγα που θα τα φωτίσει και τα δυό, θα τα ζεστάνει και θα τα αφήσει να κοιταχτούνε στα μάτια. 

-«Μα θέλω να δω τα μάτια σου», είπε το σπίρτο στο κερί. 

-«Μα θέλω να νιώσω τη ζεστασιά σου», είπε το κερί στο σπίρτο. 

Και τότε τρόμαξαν... 

-«Αν ανάψω καλή μου θα καώ»! είπε το σπίρτο,«και καλά να καεί μόνο το κόκκινο σκουφί μου, θα είμαι ένα ακόμα άσχημο, μισοκαμένο σπίρτο... Μα αν καώ εντελώς, τι θα απογίνω; Θα προλάβω τουλάχιστον να δω τα μάτια σου»; 
-«Κι αν ζεσταθώ» είπε το κερί, «θα λιώσω... Κι αν λιώσω θα γίνω άσχημο και κακοφτιαγμένο! Θα έχω προλάβει να χαρώ τουλάχιστον τη ζέστη σου»; 

Μέρα τη μέρα, το κερί και το σπίρτο, αγαπιόντουσαν όλο και πιο πολύ κι η αγάπη τους δυνάμωνε! 

Μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, λουλούδια φυτρώσανε, γιατί η αγάπη είναι ένα λουλούδι, που όπου γεννιέται δίνει χρώμα, άρωμα κι ομορφιά. 

Κι οι μέρες περνούσαν. Το κερί και το σπίρτο σφιχταγκαλιασμένα, περιμένανε καρτερικά τη συνέχεια του έρωτά τους. 

Και ήρθε το καλοκαίρι... Έξω από τη σπηλιά, έφτασε η αφόρητη ζέστη... 

Το δάσος γύρω από το βράχο, συχνά γέμιζε από γέλια, τραγούδια, φωνές μικρών και μεγάλων. 

Το κερί και το σπίρτο αγκαλιάζονταν τρομαγμένα και περίμεναν, όλο περίμεναν κι αγαπιόντουσαν, κάθε μέρα και πιο πολύ κι ας μην είχε δει τα μάτια του σπίρτου, το κερί κι ας μην είχε νιώσει τη ζεστασιά του κεριού, το σπίρτο! 

Ο έρωτάς τους, μια μικρή τραγωδία, σαν όλους τους ανικανοποίητους έρωτες, που γεννιούνται και μένουνε πάντα στ' όνειρο... 

Ώσπου μια μέρα, μια παρέα εκδρομείς, -έτσι τους λέγαν όλους αυτούς τους εισβολείς του δάσους-, πήρανε τα γέλια, τα τραγούδια και τις φωνές τους μακριά, αλλ' αφήσανε μια μικρή σπίθα... μια τόση δα μικρή σπίθα φωτιάς, να σιγοκαίει, εκεί κάτω από τα ξερά κλαδιά που είχαν ανάψει για να μαγειρέψουνε. 

-«Συμφορά»! Φωνάζανε πουλιά και ζώα που περνάγανε τρομαγμένα τρέχοντας,έξω από τη σπηλιά. «Συμφορά! Φωτιά! Φωτιά... θα καούμε»! 

-«Ακούς»; είπε το σπίρτο στο κεράκι... 

-«Ακούς; Θα καούμε»! είπανε και τα δυο με μια φωνή, γεμάτη έρωτα! 

-«Δε φοβάμαι να καώ απ' αγάπη», είπε το σπίρτο στο κερί... 

-«Δε φοβάμαι να λιώσω απ' αγάπη», είπε το κερί στο σπίρτο! 

Ένα κερί κι ένα σπίρτο, τρελά από έρωτα τραγουδάγανε τη φλόγα που ερχόταν... 

-«Έλα»! της έλεγαν, «έλα! Σε περιμένουμε»! 

-«Θα μ' αγαπάς αν καώ κι ασχημύνω, χωρίς το κόκκινο σκουφί μου»; Είπε το σπίρτο στο κερί. 

-«Θα μ' αγαπάς αν λιώσω και χάσω το σχήμα μου»; Είπε το κερί στο σπίρτο. 

Κι η φλόγα ερχόταν όλο και πιό κοντά... 

Κι η φλόγα έφτασε στο κατώφλι της σπηλιάς και δίσταζε να μπει μέσα, μη χαλάσει την ομορφιά που διαισθάνθηκε! 

-«Έλα»! της φωνάζανε και τα δυο, με μια φωνή! 

Κι η φλόγα έστειλε μέσα στη σπηλιά, τη πιο μικρή της κόρη! 

Μια σπίθα τόση δα, που μπήκε τσαχπίνικα και ναζιάρικα από την είσοδο της σπηλιάς. Φφφσσσσσσσσσσσττττττττττττττ ! 

Το σπίρτο, τέντωσε το λυγερό κορμί του, για να καλωσορίσει τη σπίθα. 

Το κόκκινο σκουφί του τυλίχτηκε στις φλόγες. -«Αγάπη μου» είπε στο κερί, «καίγομαι για σένα... Αγάπη μου, να δω τα μάτια σου κι ας καώ»! 

Το γυαλιστερό κόκκινο σκουφί, ακούμπησε πάνω στο φιτίλι καθώς έσκυψε για να δει καλύτερα. 

-«Αγάπη μου» είπε το κερί στο σπίρτο, «άσε με να νιώσω τη ζεστασιά σου κι ας λιώσω»! 

Το σπίρτο και το κερί, κάηκαν μαζί... 

Μια μάζα ενωμένη στο χρόνο και στο χώρο αιώνια... 

Το κερί και το σπίρτο που λιώσαν απ' αγάπη κι έφτασαν στο δικό τους όνειρο..

Κι η φλόγα έστειλε μέσα στη σπηλιά, τη πιο μικρή της κόρη! 

Μια σπίθα τόση δα, που μπήκε τσαχπίνικα και ναζιάρικα από την είσοδο της σπηλιάς. Φφφσσσσσσσσσσσττττττττττττττ ! 

Το σπίρτο, τέντωσε το λυγερό κορμί του, για να καλωσορίσει τη σπίθα. 

Το κόκκινο σκουφί του τυλίχτηκε στις φλόγες. -«Αγάπη μου» είπε στο κερί, «καίγομαι για σένα... Αγάπη μου, να δω τα μάτια σου κι ας καώ»! 

Το γυαλιστερό κόκκινο σκουφί, ακούμπησε πάνω στο φιτίλι καθώς έσκυψε για να δει καλύτερα. 

-«Αγάπη μου» είπε το κερί στο σπίρτο, «άσε με να νιώσω τη ζεστασιά σου κι ας λιώσω»! 

Το σπίρτο και το κερί, κάηκαν μαζί... 

Μια μάζα ενωμένη στο χρόνο και στο χώρο αιώνια... 

Το κερί και το σπίρτο που λιώσαν απ' αγάπη κι έφτασαν στο δικό τους όνειρο..





26.6.13